Ανταγωνισμός και Πληθωρισμός
Ο πληθωρισμός αντιμετωπίζεται με νομισματικά, οικονομικά και νομικά μέτρα και πολιτικές.
Η νομισματική πολιτική, και συγκεκριμένα η αύξηση των επιτοκίων, ανατιμά το κόστος (τιμή και αξία) του κεφαλαίου και απορροφά την πλεονάζουσα ρευστότητα.
Η οικονομική πολιτική, ειδικότερα οι επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, για παράδειγμα σε κοινόχρηστες υποδομές και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, ενισχύουν την επιχειρηματική και την οικονομική ανάπτυξη και στις δύο πλευρές της εξίσωσης, παραγωγή και κατανάλωση.
Τα νομικά μέτρα, και συγκεκριμένα η δέουσα επιβολή των κανόνων και κανονισμών για τον ανταγωνισμό στην ελεύθερη αγορά, συγκρατεί την κερδοσκοπία και την αισχροκέρδεια, ενώ απελευθερώνει την εφεύρεση, την καινοτομία και την ανάπτυξη. Επιπλέον, ο ελεύθερος θεμιτός ανταγωνισμός πηγάζει από το ιερό δισκοπότηρο της οικονομίας της αγοράς, το οποίο είναι η προσφορά και παροχή φιλικών, ικανοποιητικών, εξυπηρετικών και ωφέλιμων προϊόντων και υπηρεσιών στους χρήστες, τους πελάτες και τους καταναλωτές. Eπομένως ο θεμιτός ανταγωνισμός και η κοινή εμπορική λογική, προωθούν ισόρροπες συναλλαγές (προστιθέμενης) αξίας στην ελεύθερη αγορά.
Στη θεωρία η αντι-πληθωριστική πολιτική είναι πολιτική δύο επιπέδων, νομισματική και δύο σταδίων οικονομική και νομική πολιτική. Προηγείται μέτρια άνοδος των επιτοκίων για τον έλεγχο της πλεονάζουσας ρευστότητας, ιδιαίτερα της κερδοσκοπικής, ακολουθούν επενδύσεις για δημόσιες υποδομές και υπηρεσίες κοινής ωφέλειας διαθέσιμες για όλους και πάνω σε αυτήν απελευθερώνεται η ελεύθερη ιδιωτική συμμετοχή στο δυναμικό ανταγωνισμό σε ρυθμισμένες αγορές. Για αυτό η πολιτική συζήτηση αναφέρεται στη σύνθεση του μείγματος πολιτικών στο εν λόγω θεμελιώδες οικονομικό πλαίσιο, το οποίο πάντως παραμένει δεδομένο και λίγο – πολύ σταθερό. Η πολιτική αριστερά συνήθως χαράζει τη γραμμή (αντιπαράθεσης με τη δεξιά) μεταξύ των σταθερών δημοσίων παροχών και του κυμαινόμενου ιδιωτικού ανταγωνισμού υψηλότερα και προτιμά περισσότερη ρύθμιση της αγοράς. Η πολιτική δεξιά συνήθως χαράζει τη γραμμή (αντιπαράθεσης με την αριστερά) μεταξύ των σταθερών δημοσίων υποδομών και υπηρεσιών και του κυμαινόμενου ιδιωτικού ανταγωνισμού χαμηλότερα και προτιμά λιγότερη ρύθμιση της αγοράς. Ανάλογα προσαρμόζονται οι εκατέρωθεν φορολογικές πολιτικές. Η διαφορά πολιτικής λοιπόν, μεταξύ δεξιάς – αριστεράς, έγκειται στη διαχείριση της οικονομικής και επιχειρηματικής δυναμικής (προσθέτοντας παράπλευρη κοινωνική και πολιτική δυναμική). Τούτου λεχθέντος, η ρύθμιση της αγοράς είναι περισσότερο ζήτημα τήρησης του νόμου παρά ζήτημα πολιτικής. Για το λόγο αυτό, η πολιτική διαφοροποίηση στη ρύθμιση της αγοράς είναι σημαντική αλλά λιγότερο έντονη. Για αυτό σημειώνονται και λούμπεν φαινόμενα, με τη δεξιά να υπερφαλαγγίζει την αριστερά σε ζητήματα προστασίας του ανταγωνισμού, συνήθως επί της αρχής του φιλελευθερισμού.
Ο ανταγωνισμός στην αγορά είναι ιδιαίτερα σημαντικός για τον πρόσθετο λόγο ότι οι παραβιάσεις του καθώς και οι υπερβολικά ήπιες νομισματικές πολιτικές και πολιτικές ρευστότητας, συνήθως προηγούνται του πληθωρισμού ως παράγοντες δημιουργίας του.
Η επιβολή των αντιμονοπωλιακών κανόνων εκτείνεται από τη διάλυση μονοπωλίων (trusts), την καταστολή εναρμονισμένων πρακτικών (cartels) και την κατάργηση εμφανών η αφανών παράνομων κρατικών ενισχύσεων έως τη ρύθμιση της αγοράς και τον αναλογική φορολόγηση των ειδικών, ευνοούμενων ή κυρίαρχων συμφερόντων. Αυτή είναι αντίστροφη φορολόγηση, διότι ο πληθωρισμός είναι ουσιαστικά φορολόγηση που επιβάλλουν οι επωφελούμενοι της παραμόρφωσης του ανταγωνισμού, στο κοινό και ιδίως στη λιγότερο εύπορη πλειοψηφία. Στο επίπεδο του εμπορίου και των συναλλαγών, η επιβολή του νόμου αναφέρεται στην καταστολή παράνομων πρακτικών όπως η χειραγώγηση της αγοράς, οι συναλλαγές εμπιστευτικών πληροφοριών και η αισχροκέρδεια και ο καθορισμός των τιμών.
Γενικά, η αντιπληθωριστική πολιτική και τα μέτρα επιβολής του νόμου ανατρέπουν προληπτικά τις συνθήκες καλλιέργειας του πληθωρισμού (και της ύφεσης) και ελέγχουν και διορθώνουν αντισταθμιστικά τις πληθωριστικές πρακτικές.
Ο διεθνής πληθωρισμός που αναπτύσσεται στις διεθνείς αγορές χρηματοοικονομικών και λοιπών υπηρεσιών, αγαθών και εμπορευμάτων, συμπεριλαμβανομένης της ενέργειας, εισάγεται και προστίθεται στον πληθωρισμό της εγχώριας αγοράς. Ο διεθνής πληθωρισμός σχετίζεται με τις διεθνείς συναλλαγές, επομένως η αντιμετώπισή του είναι πιο περίπλοκο και τεχνικό ζήτημα. Ωστόσο, οι προαναφερθείσες νομισματικές, οικονομικές και νομικές πολιτικές και τα μέτρα για την καταπολέμηση του πληθωρισμού εφαρμόζονται ευρέως σε δικαιοδοσίες παγκοσμίως.
Σε επιχειρηματικό και εταιρικό επίπεδο, ο πληθωρισμός μετακινεί το οικονομικό και επιχειρηματικό μοντέλο από το προηγούμενο που κατευθύνεται κεντρικά από την εταιρεία, στο επόμενο επιχειρηματικό μοντέλο που καθοδηγείται αποκεντρωτικά από τον πελάτη, τον χρήστη και τον καταναλωτή στην αγορά. Ο χρήστης περιλαμβάνει τους εργαζόμενους, τις εταιρικές και επιχειρηματικές λειτουργίες, τις προμήθειες και τις εξωτερικές συνεργασίες. Η επιχείρηση γίνεται τότε, η προσφορά και η παροχή φιλικών, ικανοποιητικών και ωφέλιμων προϊόντων και υπηρεσιών σε χρήστες, πελάτες και καταναλωτές σε ανάλογες τιμές.
Μετά την πληθωριστική συνθήκη, η προσφορά και η παροχή αυτού του επιπέδου προϊόντων και υπηρεσιών στην αγορά απαιτεί προσαρμογή των επιχειρήσεων στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αυτή η προσαρμογή απαιτεί συχνά τεχνολογική αναβάθμιση, εστίαση της διεύθυνσης και εταιρική αναδιοργάνωση. Τα επενδυτικά κίνητρα και η σχετικές χρηματοδοτήσεις από τα εθνικά, τα διεθνή και τα ευρωπαϊκά ταμεία έχουν αυτή την έννοια. Τα κίνητρα αναφέρονται σε βελτιώσεις του λειτουργικού πλαισίου υψηλού επιπέδου και σε ψηφιακούς μετασχηματισμούς που δίνουν τη δυνατότητα στις εταιρείες να αναβαθμίσουν τις προδιαγραφές προϊόντων και υπηρεσιών στα νέα πρότυπα, να κινηθούν στην ανταγωνιστική αγορά (συνθήκη) και να εκμεταλλευτούν επικερδώς τις ευκαιρίες της αναπτυσσόμενης δυναμικής.
Αφήστε μια απάντηση